- πετούμενα
- πετάομαιCat.Cod. Astr.pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic)πετάωflypres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετούμενα — τα τα πτηνά, τα πουλιά: Ούτε πουλί πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου (κατάρα σε κυνηγό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεπούμενος — η, ον, Ν 1. κατάλληλος, επιβαλλόμενος («έγιναν οι πρεπούμενες τελετές») 2. (το ουδ. ως ουσ. και κυρίως στον πληθ.) το πρεπουμενο και τα πρεπούμενα α) ό,τι αρμόζει ή δικαιωματικώς ανήκει σε κάποιον («τού δωσα το πρεπούμενο») β) το σωστό, το δίκαιο … Dictionary of Greek
Σγκαμπάτι, Τζιοβάννι — (Sgambati). Ιταλός μουσικοσυνθέτης και πιανίστας (Ρώμη 1841 1914). Μικρός ακόμα σπούδασε πιάνο στη Ρώμη και στο Τέρνι. Το 1861 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας στη Ρώμη, όπου η παρουσία του Λιστ τον βοήθησε να γνωρίσει τη… … Dictionary of Greek